- άνυπνος
- ἄνυπνος, -ον (Μ)άυπνος*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άυπνος — και άνυπνος, η, ο (AM ἄϋπνος, ον) [ύπνος] 1. (για ανθρώπους) αυτός που δεν έχει ύπνο, που δεν μπορεί να κοιμηθεί 2. (για νύχτα) αυτή που περνά κανείς χωρίς να μπορεί να κοιμηθεί αρχ. 1. άγρυπνος, ακούραστος 2. φρ. «ύπνος άϋπνος» πολύ ελαφρύς… … Dictionary of Greek
ԱՆՔՈՒՆ — ( ) NBH 1 0255 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 11c, 12c ա. ἁκοίμητος (յորմէ Ակումիտ.) ἅγρυπνος, ἅνυπνος insomnis, non accumbens, non dormiens Որ ոչ լինի երբէք ʼի քուն. աննինջ. աննիրհելի. եւ տքուն. տքնօղ. արթուն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)